< Γλυφαί
γλυφεῖον >
γλύφᾰνος
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[-ῠ-]
cincel
,
buril
,
h.Merc
.41, Theoc.1.28,
EM
235.15G.
•
cortaplumas
γ. καλάμου
AP
6.63 (Damoch.).