< γλυφεῖον
γλυφευτής >
γλῠφεύς
,
-έως, ὁ
grabador
σφρηγίδων γλυφέας τεύχει
Man.6.344, cf. I.
AI
8.136,
IG
5(1).209.18 (Esparta I a.C.), Sch.Er.
Il
.24.281a.