γελοιώδης, -ες
I
τὸ διήγημαPorph.Chr.55,
τὸ γελοιῶδες τοῦτο τοῦ φόρουesa ridiculez del impuesto Procop.Arc.23.8,
μύθῳ ... γελοιώδειProcop.Goth.4.21.17,
γελοιώδεις λόγους καὶ σκώμματά τιναSch.Nic.Al.130a,
ἐμοὶ ... ἀνακόλουθα ταῦτα καὶ γελοιωδέστατα φαίνεταιTz.ad Lyc.805.
2 de pers. que hace reir, bromista
Αἴσωπος ... ὑποκριτὴς γελοιώδηςSch.Ar.V.566.
II adv. -ῶς
1 de manera ridícula
γ. εἴρηκενSch.Ar.Pl.681.
2 de modo agradable, divertido Hsch.α 7869.