γελοποιός, -όν


1 divertido, hilarante γ. καὶ ἐμβρόντητος θεῶν ἑστίασις de los dioses paganos, Meth.Sym. et Ann.M.18.349B.

2 subst. bufón τῆς τῶν γελοποιῶν λύμης ... σαυτὸν ἀποσχοίνισον Nil.M.79.205D.