< γέλοιος
γελοιώδης >
γελοιότης
,
-ητος, ἡ
ridiculez
τῇ γελοιότητι τοῦ ὀνόματος προσπαίξας
Ath.497f,
γ. καὶ ἠλιθιότης
Cyr.Al.M.71.196B.