< γελοιάστρια
γελοιολογία >
γελοιάω
1
reir
ἡδὺ γελοιήσασα
h.Ven
.49.
2
en v. med.
ponerse en ridículo
γελοιώμενοί τε ἀσχέτως φέρονται
Epiph.Const.
Exp.Fid
.11.