< γελοιαστικός
γελοιάω >
γελοιάστρια
,
-ας, ἡ
mujer alegre
,
bromista
οὐδὲ ... καθίσεις φαγεῖν ... μετὰ γυναικῶν ἀμελεστέρων καὶ γελοιαστριῶν
Ath.Al.
Virg
.13.