< γελοιάω
γελοιομελέω >
γελοιολογία
,
-ας, ἡ
lenguaje bromista
,
divertido
τὴν τοῦ Σωτάδου μόνου γελοιολογίαν ἐζήλωσε
Ath.Al.M.26.20B.