< γελοιαστής
γελοιάστρια >
γελοιαστικός
,
-ή, -όν
cómico
,
divertido
τὸ γ. τοῦ Ἴρου καὶ τοῦ ξείνου ἐπεισόδιον
Eust.1837.8.