γειτνιάω
• Morfología: [pres. part. c. diéct. γειτνιόωσαν IG 14.889.12 (Sinuesa I d.C.)]


I gener. en part. act., c. suj. de pers. o anim.

1 ser vecino Βλέπυρος ὁ γειτνιῶν Ar.Ec.327, Καλλιπίδου τοῦ ... τούτων πατρὸς καὶ γειτνιῶντος D.55.3, δίδωσι φυλακεῖον ... τῷ γειτνιῶντι (ἵππῳ) κατόπιν Plb.6.33.10, cf. S.Fr.314.238, D.P.Au.1.3
c. dat. de pers. estar cerca de, próximo a τοὺς γειτνιῶντας τῷ ἀγωγῷ IEphesos 3217b.23 (II d.C.), τῶν δ' ἐμοὶ γειτνιώντων D.Chr.46.7, ἀθορύβως ἀλλήλοις γειτνιᾶν D.Chr.40.39
tb. c. dat. de abstr. τοὺς ... δυνάστας καὶ γειτνιῶντας τῇ βασιλείᾳ LXX 2Ma.9.25, cf. D.C.50.6.5.

2 c. prep. y ac. acercarse ἐμοῦ ἐπιβοωμένου τὰ πολλὰ καὶ ἐς βραχὺ γειτνιάσαντος Luc.Philopatr.1.

II c. suj. y dat. no de pers.

1 limitar con de tierras πᾶσαν τὴν ... χέρσον πλὴν τῆς γειτνιώσης τῇ Θοώνιος ... γῇ PTeb.105.19 (II a.C.), ὅσα τ' αὐτῇ γειτνιᾷ χωρία Gal.17(2).306, μή με μάτην ... παροδεύετε γειτνιόωσαν πόντῳ IG l.c.
abs. colindar de los terrenos de un templo ἀπὸ τοῦ γειτνιῶντος ἐγ νότου Βουβαστείου IFayoum 116.25 (I a.C.)
en v. med. mismo sent. γεγειτνιαμένη (sc. γῆ) terreno vecino, limítrofe, BGU 915.12 (II d.C.) en BL 1.83.

2 estar cerca de de órganos del cuerpo βρόγχος δὲ καὶ φάρυγξ ἡρμοσμένοι ἀλλήλοισι γειτνιῶσι Hp.Ep.23, cf. de la matriz ib., ἀπολαύειν ... ἰκμάδος τὸν πλεύμονα γειτνιῶντα τῷ στομάχῳ Plu.2.698a, γειτνιάσειν ... ταῖς μήνιγξιν Gal.3.690
gener. αἱ κρῆναι ὄρεσι γειτνιῶσιν Arist.Mete.350a5, cf. 363b22
part. neutr. subst. lo próximo μεταφέρων οὐ τὰ γειτνιῶντα μόνον ... ἀλλὰ τὰ πλεῖστον ἀπέχοντα D.Chr.12.67, πυρὸς δίκην ἐπινεμομένην τὰ γειτνιῶντα Plu.2.776f.

3 fig. ser próximo a, parecerse, asemejarse a c. dat. τὰ δὲ γειτνιῶσι τῇ καλουμένῃ πολιτείᾳ Arist.Pol.1295a33, τὸ γε[ι]τν[ι]ῶν τινι κακῷ Metrod.(?)Herc.831.3, νόσος γειτνιῶσα θανάτῳ Ph.2.548, ἀέρα, τῷ αἰθέρι γειτνιῶντα Plu.2.951d, ἵνα ... ἀπολλύμενος κόσμος γειτνιᾷ τῷ πέμπτῳ σώματι Iul.Or.8.167d, c. prep. y ac. εἰς τὸ καλὸν δοκεῖ γειτνιᾶν Arist.Rh.1367b12.