γειτνίασις, -εως, ἡ
I
ὅταν διὰ τὴν γειτνίασιν ἑλκύσωσιν ὑγρότητα θερμήνArist.PA 672b28, cf. Charito 4.1.5, 6.2,
τὸ Ἰουδαίων γένος ... τῇ Συρίᾳ κατὰ τὴν γειτνίασιν ἀναμεμιγμένονI.BI 7.43, cf. Plot.3.6.14
•c. gen.
τοῦ ποταμοῦThphr.CP 6.18.7,
ἡ γ. τῶν βασιλέωνI.BI 7.223, cf. 172, AI 3.75,
ὥσπερ εἴ τις σοφῷ γειτονῶν ἀπολαύοι τῆς τοῦ σοφοῦ γειτνιάσεωςPlot.1.2.5,
ὥστε καὶ τὰς κινήσεις εὐθύς τε λύεσθαι τῇ γειτνιάσει τοῦ λογιζομένουPorph.Sent.32.
2 barrio, distrito
ἐὰν μή τινες κατὰ τὰς γειτνιάσεις ἕνεκεν τῆς πρὸς ἀλλήλους διόδου ἀτραποῖς χρῶνταιSEG 13.521.28 (Pérgamo II a.C.), cf. Plu.Cor.24,
ἡ χώρα, βαρβαρικαῖς ἀναμεμειγμένη γειτνιάσεσιPlu.Per.19.
3 límite, linde de tierras PNess.32.9 (VI d.C.), cf. 99.5 (VI/VII d.C.).
4 asociación cultual radicada en las cercanías del templo del dios al que estaba dedicada
ἡ ἱερὰ Λητοῦς γ.TAM 3.765.11 (Termeso, imper.),
Διὸ[ς] Σωτ[ῆ]ρος ἡ γ.IPrusias 63, 64.
II fig. semejanza
κατὰ τὴν γειτνίασιν καὶ ὁμοιότηταArist.EE 1232a21, cf. Pol.1257a2,
τῇ παραλλήλῳ τῆς ἰδέας γειτνιάσειI.AI 12.72.