γειτνιεύω
• Alolema(s): γειτνεύω PYadin 20.10 (II d.C.), PMich.581.13 (II d.C.), PCornell 11.8 (III d.C.) en BL 7.39; γειτνέω BGU 775.15 (III d.C., cf. BL 1.65)
• Grafía: frec. graf. γιτ-
ser vecino, ser colindante o limítrofe c. dat.
ἵνα γὰρ γειτνιεύσωμεν ΔιονυσίῳPOxy.2190.57 (I d.C.),
Θωνίῳ τινίPLaur.60.7 (III d.C.),
(πᾶσαι οἰκίαι) γιτνεύουσιν αὐτῇ (τῇ αὐλῇ)PYadin l.c.,
κατ' ἀγροὺς γειτνιε[ύ]ων τῷ πρεσβύτῃcuyas tierras son colindantes con las del anciano, PPanop.31B.14 (IV d.C.)
•c. gen.
(ἄρουρα) γιτνέουσα ΝίλουBGU l.c.,
χόρτου αὐτοῦPMich.l.c.
•abs.
φοινικῶνος ... καὶ τῆς γιτνευούσης γῆςPCornell l.c., cf. BGU 2061.7 (III d.C.).