< γεισηποδίζω
γεισήπους >
γεισηπόδισμα
,
-ματος, τό
• Alolema(s):
γεισιπ-
Poll.1.81,
AB
227.5, Phot.
γ
51
soporte de cornisa
,
IG
2
2
.463.63, cf. 114 en
Hesperia
9.1940.68 (IV a.C.), Poll.l.c.,
AB
l.c., Phot.l.c.