< γεισηπόδισμα
γείσιον >
γεισήπους
,
-ποδος, ὁ
• Alolema(s):
γεισίπ-
Poll.1.81,
AB
227.5, Phot.
γ
51
soporte de cornisa
,
IG
2
2
.463.51 (IV a.C.), cf. Poll.l.c.,
AB
l.c., Phot.l.c.