γεισηποδίζω


dotar de soportes para la cornisa (πάροδοι) γεγεισηποδι[σ]μέ[ναι] ... [λιθ]ίνῳ γεισηποδίσματι IG 22.463.113 (IV a.C.) en Hesperia 9.1940.68 (Atenas IV a.C.), cf. Poll.7.120, Hsch., Sud.s.u. γεισίπους.