βωλοκοπέω
roturar la tierra, destripar terrones Ar.Fr.800,
ἐὰν μὴ ... ταφρεύῃ καὶ βωλοκοπῇAel.Ep.19,
εἰς τὸ σπεῖραι ὑποσχίσει καὶ βωλοκοπήσειSm.Is.28.24
•fig. en sent. erót. roturar, penetrar
πρὸς Κύπριν οὐ κακόσιτος [ἀλλ' ὑπὲρ ἡ]λικίαν βωλοκοπεῖν δυνατόςIG 92(1).253.2 (Tirreo III a.C.), quizá tb. mismo sent.
καλῶς γέ με βεβωλοκόπηκενme ha hecho polvo, e.e. me ha jodido a base de bien Men.Dysc.515
•part. οἱ βωλοκοποῦντες los jornaleros del campo o destripaterrones, PCornell 25ue.5 (I a.C.), PMil.Vogl.277B.19, 305.96, 97, 99, 153, 166 (II d.C.)
•c. ac. int.
τὴν γῆν β.IG 22.1672.60 (IV a.C.),
τὸν χοῦν ... β.IG 22.1672.45, SB 9699.51 (I d.C.).