βωλοειδής, -ές
1 que tiene forma de terrón, aterronado
ἡ κονία ... ἡ ἀρτίκαυστος καὶ β.Thphr.Ign.65,
σκορόδου κεφαλὴ β.Erot.61.7.
2 adv. -ῶς en forma de terrón
ἐκβράσσεται εἰς τὰς ἠιόνας β. συμπεπηγυῖαDsc.1.73.
ἡ κονία ... ἡ ἀρτίκαυστος καὶ β.Thphr.Ign.65,
σκορόδου κεφαλὴ β.Erot.61.7.
ἐκβράσσεται εἰς τὰς ἠιόνας β. συμπεπηγυῖαDsc.1.73.