βρεφύλλιον, -ου, τό
dim. de βρέφος niño pequeño, criatura
τὰ βρεφύλλια τὰ νεογνάLuc.Fug.19,
ὥσπερ τὰ βρεφύλλια τοὺς διδασκάλους δεδιόταLuc.Philopatr.6, cf. DMeretr.9.5, Eust.565.46, 656.53.
τὰ βρεφύλλια τὰ νεογνάLuc.Fug.19,
ὥσπερ τὰ βρεφύλλια τοὺς διδασκάλους δεδιόταLuc.Philopatr.6, cf. DMeretr.9.5, Eust.565.46, 656.53.