βρεφώδης, -ες
1 infantil, propio de un niño
λόγοςClem.Al.Paed.1.6.42, como pred.
ἐκ δὲ] γῆς φύντες βρεφ[ώδειςDiog.Oen.20.12
•neutr. subst. τὸ β. lo infantil, infantilismo
(ἀπιδὼν), ἀλλ' εἰς τὸ τῆς διανοίας ἀλόγιστον καὶ πρὸς ἀλήθειαν βρεφῶδεςPh.1.394.
2 adv. -ῶς de manera infantil
ἵνα ἐμφατικώτερον εἴπω β.Origenes Hom.18.6 in Ier.