βρεφόω


engendrar μυθικὴ ἐρεσχελία τὸν Ὠρίωνα ἐβρέφωσε Eust.1535.44
en v. pas. convertirse en niño τὸ σπέρμα ... βρεφοῦσθαι δὲ ἀρχόμενον ἢ φυτοῦσθαι Theol.Ar.6.