< βρεφουργέω
βρεφόω >
βρεφοφανής
,
-ές
que parece un niño
,
semejante a un niño
καὶ τὴν σωματικὴν ἡλικίαν τέως β. καὶ ἀτέλεστος
Ath.Al.M.28.988C.