βρεφουργέω
engendrar, concebir en v. pas.
γυμνὸς βρεφουργεῖταιde Cristo, Ath.Al.M.28.976C
•fig.
αὐτὴ ἡ κατὰ τὴν ... πίστιν βρεφουργήσασά σε παλαιὰ νομοθεσίαProcop.Gaz.M.87.1456C.
γυμνὸς βρεφουργεῖταιde Cristo, Ath.Al.M.28.976C
αὐτὴ ἡ κατὰ τὴν ... πίστιν βρεφουργήσασά σε παλαιὰ νομοθεσίαProcop.Gaz.M.87.1456C.