βδελυρός, -ά, -όν
I
ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε(de Dioniso), Ar.Ra.465, cf. Nu.446,
ἀνὴρ βδελυρώτερος αὐτοῦAr.Eq.134,
β. ... εἶ ... ὦ ΣώκρατεςPl.R.338d,
ὁ β. καὶ ἀναιδὴς ἄνθρωπος βιάζεται τοὺς νόμους;D.25.27, cf. 21.2, 197,
τίνα τῶν ἐν τῇ πόλει φήσαιτ' ἂν βδελυρώτατον εἶναι ...;D.19.206,
τέκνα βδελυράLXX Si.41.5, cf. Thphr.Char.11, Plu.2.10c, Aristaenet.1.22.12, 24.27.
2 sent. fís. repugnante
δυσωδίαGal.12.291
•fig.
βδελυρωτέραν ἐπεισάγειν πολιτείανIul.Or.7.210c.
II subst. ἡ β. bot. camelote Ps.Dsc.4.171.
III adv. -ῶς indecentemente
β. καὶ ἀσελγῶς ζῆνPh.1.209.
• Etimología: Construido sobre un tema βδελ- o c. suf. *-lu- a partir de la r. *pezd-, *p°zd- de origen onomat. y rel. c. lat. pēdō, rus. bzdity, lituan. bezdù. El sent. sería secundario, cf. βδέω.