< βδελυρός
βδελυρώδης >
βδελυρότης
,
-ητος, ἡ
asquerosidad
διὰ τὴν βδελυρότητα βαπτίζεσθε πρὸ τοῦ ἀποκαθαρθῆν[αι
Manes 83.11, cf. 81.19, 82.14.