βδελυρία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Int.26
1 conducta infame, desvergüenza
εἰς τοῦτο βδελυρίας ἦλθε καὶ παρανομίαςAnd.Myst.122, cf. Is.8.42, D.22.52, 42.15, Aeschin.1.105, Theopomp.Hist.225a, Thphr.Char.11, Plb.8.9.8, Sm.Ps.52.2, Plu.Caes.9, D.Chr.55.13, Lib.Or.41.9, Lyd.Mag.3.58.
2 náusea, repugnancia
συκίου ἀγρίουHp.l.c.,
ὑπὸ τῆς ... βδελυρίας διεστράφησαν τὸν στόμαχονIul.Or.9.190d.