< βαλανευτικός
βᾰλᾰνεύω >
βαλανεύτρια
,
-ας, ἡ
bañera
fem. de βαλανεύς Poll.7.166,
τίς ἀνέτρεψε τῆς βαλανευτρίας τὴν ἐμπολήν
Lib.
Decl
.26.19.