βαλανευτικός, -ή, -όν


1 propio del baño ἔλαιον PTeb.117.61 (I a.C.), κονία βαλανευτική Gp.10.29.4
ἡ βαλανευτική el arte del bañero ὅσα βαλανευτικὴ παρέχεται Pl.Sph.227a, cf. Poll.7.166.

2 τὸ βαλανευτικόν un impuesto sobre los baños ἀπέχ(ομεν) πα(ρὰ) σοῦ ὑ(πὲρ) βαλαν(ευτικοῦ) ὀβολ(οὺς) ἕξ PUG 88.3 (II d.C.).