αὐτουργικός, -ή, -όν
I
τὸ αὐ. καὶ ἀπολύπραγμονM.Ant.1.5,
αὐτουργικοὶ καὶ φιλόπονοι ὄντεςMuson.Fr.11.
2 subst. ἡ αὐ. que produce cosas reales op.
εἰδωλοποιικήPl.Sph.266d.
II adv. -ῶς con sus propias manos
ἔτι δὲ αὐ. προκομίζειν χρὴ ἐκ τοῦ ταμιείου τὰς γυναῖκας ὧν δεοίμεθαClem.Al.Paed.3.10.49
•sin ninguna ayuda del Creador
τὰ τῆς ἀνακτίσεως ... αὐ. αὐτὸς ὑπεδύσατοLeont.H.Nest.M.86.1469B.