αὐτουργός, -όν
I
αὐτὸς αὐτουργῷ χερίS.Ant.52
•espontáneo
αὐτουργοῦ οὔσης κινήσεωςPlot.3.7.13
•activo, enérgico
γένος δὲ τοῦτο Γοτθικὸν αὐτουργόν τε περιφανῶς τὰ πολέμιαAgath.1.3.3,
αὐτουργὸς γὰρ ὁ Ἔρως καὶ αὐτοσχέδιος σοφιστήςAch.Tat.5.27.4.
2 que trabaja por sí mismo, con sus propias manos, labrador
εἰδὼς ... Πέρσας ... ἐπιπονώτατα ... ζῶντας ... διὰ τὸ αὐτουργοὺς εἶναιX.Cyr.7.5.67,
αὐτουργοὶ καὶ σώφρονεςD.H.10.17, cf. 10.48,
αὐτουργὸς ἄνθρωπος καὶ ἰδιώτηςPlu.2.172b,
ἥ τε γῆ ἐνεργὸς ἔσται, δεσπόταις αὐτουργοῖς δοθεῖσαD.C.52.28.4,
δείκνυσι ... τέταρτον δὲ αὐτουργόν τε καὶ αὐτοπώληνThem.Or.23.288a
•subst. ὁ αὐ. labrador E.Or.920, Hsch.,
σώμασί τε ἑτοιμότεροι οἱ αὐτουργοὶ τῶν ἀνθρώπων ἢ χρήμασι πολεμεῖνTh.1.141,
καὶ τοὺς μὲν αὐτουργοὺς διὰ τῶν χειρῶν γυμνάζουσα ἰσχὺν αὐτοῖς προστίθησιX.Oec.5.4
•ref. a todos los que trabajan con sus manos
αὐτουργοί τε καὶ ἀπράγμονεςPl.R.565a,
καὶ τούτων οἱ ἀπὸ γεωργίας καὶ τῶν ἄλλων οἱ αὐτουργοὶ μάλισταArist.Rh.1381a23
•c. gen., fig.
αὐτουργὸς τῆς φιλοσοφίαςel que cultiva la filosofía por sí mismo, e.d. sin maestro X.Smp.1.5,
αὐτουργὸς τῆς ταλαιπωρίαςartífice de su desgracia Plb.3.17.8,
εἰδὼς τίνων δεῖ θεατὴν εἶναι καὶ ἀκροατὴν καὶ τίνων ἀγωνιστὴν καὶ αὐτουργόνPlu.2.334d, ref. a
τὸ διαλέγεσθαι, ὡς συνεργόν τι καὶ οὐκ αὐτουργὸν τῶν καταλήψεωνPtol.Iudic.11.5.
II propio del que trabaja por sí mismo
τὸν αὐτουργὸν ἔζη βίονD.H.10.19.
III
τὰς περιόδους αὐτουργούςD.H.Dem.39, op.
ἀκριβήςD.H.Comp.19.
2 sencillo, natural
ἔκπωμα αὐτουργὸν ἔχοντεςref. a la mano, Ach.Tat.4.18.5,
μέλοςAP 9.264 (Apollonid. o Phil.).