αὐτουργία, -ας, ἡ
I crimen dentro de la propia familia A.Eu.336.
II
εἰς τὴν αὐτουργίανPWash.Univ.18.29 (III d.C.),
τὴν τιμὴν ἀπεῖναι τῆς αὐτουργίαςPhilostr.Ep.7,
μαρτύριον τῆς αὐτουργίαςEus.HE 3.20.3,
καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐποίει δι' αὐτουργίαςNumen.26.6.
2 experiencia personal, práctica Plb.9.14.4,
ἐν αὐτουργίᾳ τῶν πολεμικῶνPhilostr.Her.38.4
•actividad
τὸ ἀδύνατον εἶναι τὴν γενητὴν φύσιν μετασχεῖν τῆς τοῦ θεοῦ αὐτουργίαςAth.Al.M.26.201B.