< αἰσυμνηίη
αἰσυμνητήρ >
αἰσυμνητεία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
αἰσυμνητίη
, -ης D.L.1.100
cargo de
αἰσυμνήτης
,
dictadura elegida
αἱρετὴ τυραννίς
Arist.
Pol
.1285
b
25, cf. D.L.1.100.