< αἰσυμνητεία
αἰσυμνήτης >
αἰσυμνητήρ
,
-ῆρος, ὁ
príncipe
κούρῳ αἰσυμνητῆρι ἐοικώς
de Hermes
Il
.24.347, para otras var. antiguas y sus interpr. v. αἰσυητήρ.