< Αἰσύμνη
αἰσυμνητεία >
αἰσυμνηίη
,
-ης, ἡ
tiranía electa
,
cargo
de αἰσυμνήτης
, l. muy dud.
ὄστις ... ἐπανισταῖτο <ἐπ'> αἰ[συμ]νηίῃ
SIG
38.6 (Teos V a.C.) en
SEG
31.984.