ἀνοικτός, -ή, -όν
que puede ser abierto
τὰ στήθηBabr.59.11,
γαστήρLuc.VH 1.24,
μνημεῖονA.Paul.et Thecl.23 (p.251.4).
τὰ στήθηBabr.59.11,
γαστήρLuc.VH 1.24,
μνημεῖονA.Paul.et Thecl.23 (p.251.4).
ὅστις ἄνοικτος ... ἐστίνE.Tr.787,
ἄνοικτος ὃς ...E.Fr.120, cf. Ar.Th.1022, de un tipo de delfines, Ael.NA 16.18,
ψυχήLXX 3Ma.4.4.
κεῖται ἀ.S.OT 181,
ὑψόθεν πεσὼν ἀ.E.Tr.756.