< ἀνοίκτιστος
ἄνοικτος >
ἀνοικτός
,
-ή, -όν
que puede ser abierto
τὰ στήθη
Babr.59.11,
γαστήρ
Luc.
VH
1.24,
μνημεῖον
A.Paul.et Thecl
.23 (p.251.4).