ἀνοίκτιστος, -ον
1 que no ha sido llorado
οὔνομαArist.Pepl.28.2.
2 adv. -ως implacablemente
ᾤχου ... ἀ. Φερσεφόνης θαλάμουςIG 22.11594.7 (IV a.C.),
κἀκεῖνον ... ἀ. αὕτη ἀπώλεσενAntipho 1.25.
οὔνομαArist.Pepl.28.2.
ᾤχου ... ἀ. Φερσεφόνης θαλάμουςIG 22.11594.7 (IV a.C.),
κἀκεῖνον ... ἀ. αὕτη ἀπώλεσενAntipho 1.25.