ἀνδρόγῠνος, -ον
I
γίνονται ... οὗτοι ἀνδρόγυνοιHp.Vict.1.28,
Στατύλλιον ἀνδρόγυνονAP 6.254 (Myrin.),
ὁμολόγησον ἀνδρόγυνος εἶναιAeschin.2.127,
φαίνεται ... ἀνδρόγυνος ἐπὶ τῆς ἑσπέραςLib.Decl.12.42, cf. D.C.Epit.8.19.9, Plb.38.12.9
•subst.
οἱ ἀνδρόγυνοι τὴν Ἀφροδίτην σφι λέγουσι μαντικὴν δοῦναιHdt.4.67,
ἀνδρογύνων ἄθυρμα(cj.), Eup.38A,
ψυχαὶ δὲ ἀνδρογύνων πεινάσουσινLXX Pr.18.8,
τὴν θήλειαν νόσον ἀνδρογύνωνPh.2.261, cf. Plu.2.219e, Artem.4.37, Men.Asp.242, Sam.69, M.Ant.3.16.
2 subst. ὁ ἀ. hermafrodita Pl.Smp.189e, cf. 191d.
II de mujeres
1 lesbiana
γυναῖκα ἀ.Artem.2.12 (p.125).
2 lésbico
ἀνδρογύνους ἔρωταςLuc.Am.28.
III subst. τὸ ἀ. el matrimonio
εἰς τὸ ἀνδρόγυνονCyran.1.2.26, 3.22.3, cf. Ephr.Syr.3.158A.
IV bot. nenúfar blanco, Nymphaea alba L. y amarillo, Nuphar luteum Sibth et Sm., Ps.Apul.Herb.68.8.
V adv. -ον promiscuamente, en promiscuidad
ἀνδρόγυνον γυνὴ μὴ λουέσθωConst.App.1.9.1, tb. -ως Epiph.Const.Haer.30.7.