< Ἀνδρόγῠνος
ἀνδροδάμας >
ἀνδροδάϊκτος
,
-ον
asesino de hombres
,
que mata hombres
πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων
A.
Ch
.860,
ἀ. ... κόπον
A.
Fr
.212b, cf. Ar.
Ra
.1264.