ὅλμος, -ου, ὁ–/+
mortero
στῆρ ποικίλης αἰγὸς παρθένου ... ἴβεως ὠὰ δύο, στύρακος δραχμὰς βʹ, ζμύρνης δραχμὰς βʹ, κρόκου δραχμὰς βʹ ... ταῦτα πάντα βάλε εἰς ὅλμονgrasa de una cabra virgen moteada, dos huevos de ibis, dos dracmas de estoraque, dos de mirra, dos de azafrán: echa todo esto en un mortero P IV 2464