ὀποβαλσάμινος, -η, -ον–/+
del árbol del bálsamo
παράθες εἰς τὴν θυσίαν ξύλα κυπαρίσσινα ἢ ὀποβαλσάμιναprepara para la ofrenda leños de ciprés o del árbol del bálsamo P XIII 364