τρίμορφος, -ον–/+
que posee tres formas, trimorfa
Ἑκάτη, σ' Ἑκάτη, τ., ... ὁρκίζω σεHécate, a ti, Hécate, trimorfa, te conjuro P XXXVI 188
Ἑκάτη, σ' Ἑκάτη, τ., ... ὁρκίζω σεHécate, a ti, Hécate, trimorfa, te conjuro P XXXVI 188