συμπαρίστημι–/+
asistir, prestar ayuda démones a un demon concreto
ὁρκ[ίζω] πάντας τοὺς δαίμονας τοὺς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, συμπαράστατε τῷ δαίμονι τούτῳconjuro a todos los démones de este lugar, asistid a este demon SM 46.6, cf. SM 47.6, SM 49.15, SM 50.10
ἐξορκίζω σε, πάντας τοὺς δαίμονας τοὺς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, συμπαρασταθῆναι τῷ νεκυδαίμονιte conjuro a ti, a todos los démones de este lugar, asistid a este demon de muerto SM 48J.6