σκορπίος, -ου, ὁ–/+
1 escorpión
δέννω σέ, σκορπίε Ἀρτεμισίας, τριακόσια δεκαπέντεyo te ato, escorpión de Artemisia, trescientas quince veces P XXVIIIa 4, cf. P XXVIIIb 8, P XXVIIIc 7, C 2.5, C 3.3