πεντήκοντα–/+
• Alolema(s): tb. νʹ
cincuenta
εἰς φιλύρινον γράψον κινναβάρει τὸ ὄνομα τοῦτο· εποκωπτ κωπτο βαϊ βαιτοκαρακωπτο καρακω πτο χιλοκωπτο βαϊ (γράμματα νʹ)en madera de tilo escribe con cinabrio este nombre: epokopt kopto bai baitokarakopto karako pto chilokopto bai (cincuenta letras) P IV 2698
στροβίλια π. μετὰ δύο κυά[θ]ων γλυκέος καὶ κόκκους πεπέρεως τρίψας πίεmachaca cincuenta piñones y granos de pimienta con dos tazas de vino dulce y bébelo P VII 183