διαφυλάσσω–/+
guardar, proteger de démones, hechizos y males en general
♦
διαφύλαξόν με ὑγιῆ, ἀσινῆguárdame saludable, indemne P IV 1079, cf. P VII 497, P VII 500, P VII 589, P LXX 3
διαφύλαξον τὸν δεῖνα ἀπὸ πάσης κακίαςguarda a fulano de todo mal P IV 921
διαφύλαξόν μ[ε] τόνδε ἀπὸ πάσης ὑπεροχῆς ἐξουσίαςguárdame a mí, aquí presente, de todo exceso de poder mágico P IV 1192
διαφύλαξόν με ἀπὸ πονηροῦ παντὸς δαίμονοςprotégeme de todo demon maléfico P IV 2516, cf. N 2.3.118
διαφύλαξόν με ἀπὸ πάσης τῆς ἰδίας μου ἀστρικῆςprotégeme de todo lo que hay en mi destino P XIII 633, cf. P XIII 1048
διαφυλάξετε ἀπὸ τοῦ συλ[λημπτικοῦ] αὐτοδαίμονοςproteged del demon propio de la concepción P LXV 2
διαφυλάσσων ... ἀπὸ παντὸς κακοῦ καὶ μήνιος θεῶν καὶ δαιμόνων καὶ ἀπὸ βασκάνων πάντωνprotegiendo de todo mal y de la cólera de dioses, démones y de todos los brujos SM 6.7