ἐλεέω
• Morfología: [aor. sin aum. ἐλέησα Od.14.279, h.Bacch.53]


1 c. ac. de pers. y asim. y frec. rég. causal sentir lástima, compadecerse de ἀστυ τε καὶ Τρώων ἀλόχους καὶ τέκνα Il.6.94, μ' Od.l.c., κυβερνήτην h.Bacch.l.c., cf. S.Ph.501, Eub.22.3, Eu.Matt.15.22, τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος ... τετελευτηκότας D.58.69, ἐλέησον με ... ὅτι ἀσθηνής εἰμι LXX Ps.6.3, γυναῖκα δυστυχῆ Charito 6.5.6, πένητα Ph.Fr.Ex.2.10, c. expr. de la causa en part. pred. del compl. τὼ δὲ πεσόντ' ἐλέησεν Il.5.561, Ὀδυσῆ' ... ἄλγε' ἔχοντα Od.5.336, τὸ παιδίον ἄλουτον ὄν Ar.Lys.880, τὸν πατέρα γέροντα ὄντα Lys.20.35, c. constr. prep. αὐτοὺς ὑπὲρ τοῦ μεγέθους τοῦ κινδύνου Lys.2.40, διὰ τὸν πατέρα ἐλεεῖν αὐτὸν Lys.14.17, μ' ἐπὶ τῇ πενίᾳ Arr.Epict.4.6.22, c. gen. τῆς τύχης αὐτὴν ἠλέει se compadecía de ella por su suerte X.Eph.5.4.7, τὴν πόλιν ... τῆς συμφορᾶς Anon.V.Thecl.19.9, abs. Il.9.172, X.Mem.2.6.21.

2 c. ac. de abstr. compadecerse de, conmoverse ante παιδὸς φωνήν Ar.V.572, αὐτῶν τὴν ὄπα Ar.Pax 400, τὴν ἀπειρίαν καὶ ἀπαιδευσίαν Pl.Hp.Ma.293d, ὃ οἱ ἀκούοντες φοβοῦνται μᾶλλον ἢ ἐλεοῦσιν Arist.Rh.1375a8, τὰ ἀτυχήματα τῶν ... ἀνθρώπων D.Chr.13.20, ἡμῶν τὸ ἀσθενές Basil.M.29.321A, τὴν συμφοράν Chrys.M.50.734, c. compl. de causa ἐλεεῖν ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις παθήμασι Antipho 1.27.

3 c. part. concert. del suj. sentir pena, apiadarse τοὺς δ' ἰδοῦσ' ἐλέησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη Il.8.350, cf. 6.484, 15.12, Ζεὺς δ' ἰδὼν ἐλέησε Cypr.1, ἠλέησα ... ἰδὼν ἄνδρα πρεσβύτην Ar.Ach.706, cf. Isoc.4.168, ταῦτα Ῥωμαῖοι μὲν ἀκούοντες ἠλέησαν I.BI 5.572, c. part. y dat. de causa τὰ[ν] εἰσιδὼν ... Ζεὺς ἐλέησεν ἀνακέστ[οις] ἄχεσιν B.Fr.20D.9.

4 en v. pas. ser objeto de compasión, ser compadecido παιδία τε αὑτοῦ ἀναβιβασάμενος ἵνα ὅτι μάλιστα ἐλεηθείη Pl.Ap.34c, cf. R.336e, D.27.53, ἅμ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις en cuanto se apiadan de uno muere la gratitud Men.Fr.702.1, ψυχὴ ἀσεβοῦς οὐκ ἐλεηθήσεται ὑπ' οὐδενὸς τῶν ἀνθρώπων LXX Pr.21.10, εἰ γὰρ πατρίδος τις ἐκβεβλημένος ὑπὸ πάντων ἐλεεῖται Chrys.M.63.859, cf. Basil.Ep.204.4, c. rég. causal διὰ τὸ μέγεθος τῆς συμφορᾶς D.S.11.57, τῇ τούτων ἀπειθείᾳ Ep.Rom.11.30.
• Etimología: V. ἔλεος, -ους, τό.