διδάσκω
• Morfología: [pres. inf. διδασκέμεναι Il.9.442, διδασκέμεν Il.23.308; fut. διδάξω A.Supp.519, beoc. 3a plu. διδάξονθι SEG 32.496.12 (Tespias III a.C.); aor. ind. ἐδίδαξα Il.23.307, inf. διδασκῆσαι Hes.Op.64; perf. ind. δεδίδαχα Pl.Men.85e, X.Cyr.1.3.18, pas. inf. δεδιδάχθαι Il.11.831, Pl.Phdr.269c, part. δεδιδαγμένον Hdt.2.69]


I en v. act. y med.

1 enseñar, instruir en

a) c. doble ac., de pers. y de cosa σε ... ἱπποσύνας Il.23.307, σφέας οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε Od.8.481, Ἡσίοδον καλὴν ... ἀοιδήν Hes.Th.22, παρθενικὰς ... ἀγλαὰ ἔργ' h.Ven.15, cf. Orph.A.162, παῖδ' ... καλὰ ... ἔργα Phoc.15.2, κακὰ πολλὰ ... ἄνδρα Thgn.389, cf. 651, τὸν φαρμάκων ... μαλακόχειρα νόμον Pi.N.3.55, πολλὰ ... μ' E.Hipp.252, τὰ μὴ καλῶς ἔχοντα ... τοὺς ἀνθρώπους Antipho 6.2, Ἀκόντιον ... τέχνην Call.Fr.67.1, ὃν ... θεοπροπίας οἰωνῶν A.R.1.66, cf. 2.512, Call.Dian.217, tb. c. περί y gen. οὐδὲν ... περὶ τοῦ πατάγου ... μ' ἐδίδαξας Ar.Nu.382, en v. med. mismo sent. τὰ μὲν ἄλλα διδάσκονται τοὺς ὑεῖς Pl.Prt.325b, cf. Arist.Pol.1321a24, Opp.H.1.666;

b) c. ac. de pers. e inf. o interr. indir. σε ... ὑψαγόρην τ' ἔμεναι Od.1.384, μ' ... ἀείδειν Hes.Op.662, τοὺς παῖδας ... ἱροῦ ἅψασθαι Ἀρτέμιδος Hdt.3.48, τοῦτον γεωμετρεῖν Pl.Men.85e, Μήδους ... αὑτοῦ μεῖον ἔχειν X.l.c., σὸν ... πατέρα ποῖα χρῆ λέγειν A.Supp.519, tb. c. ac. de anim. τοὺς ἵππους ... ὀρχεῖσθαι Charo Lamps.1, en v. med. mismo sent. δοῦρα δὲ τεκτήνασθαι ... ἐπιχθονίους ἐδιδάξατο Opp.H.2.23;

c) sólo c. ac. de cosa τάδε πάντα Il.9.442, ἔργα Hes.Op.64, ξενιτείη βίου αὐτάρκειαν διδάσκει Democr.B 246, σκυτοτομικήν Gorg.B 14, μάθησιν ἰδίαν Arist.Pol.1337a26, γράμματα δ. enseñar a leer, Milet 1(3).145.38 (II a.C.), Plu.Alc.7, τὰ πλεῖστα Vett.Val.343.31, en v. med. mismo sent. ὅπλων κτῆσιν ... διδαξάμενοι Pl.Mx.238b
en v. pas. c. suj. de cosa ser enseñado ἡγοῦνται σφισιν τελέως ῥητορικὴν δεδιδάχθαι Pl.Phdr.269c;

d) sólo c. inf. u otra complet. o interr. indir. δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις ... βάλλειν ἄγρια πάντα Il.5.51, πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει Heraclit.B 40, χρόνος γὰρ οὐ διδάσκει φρονεῖν Democr.B 183, ἡ συμφορὴ διδάσκει ... τὰ ῥήϊστα αἱρεῖσθαι Hp.Art.52, τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν SIG 578.21 (Teos II a.C.), ἐγὼ ἀγάλματα θεῶν τειμᾶν ἐδίδαξα Hymn.Is.23 (Cime), δ. ὡς οὐκ ἔστιν Epicur.Ep.[4] 132, δ. ... ὅτι χρή Iul.Or.3.50b, πῶς δέ, αὐτὸς διδάξει ὁ νόμος Ph.1.250;

e) sólo c. ac. de pers. ὃν (Ἀχιλλῆα) Χείρων ἐδίδαξε Il.11.832, οὐκ ἂν διδάξαιμ' ἂν σ' ἔτι Ar.Nu.783, τοὺς φιλομαθοῦντας Plb.2.56.11;

f) c. dat. e inf. τῷ Βαλάκ βαλεῖν σκάνδαλον Apoc.2.14;

g) abs. ὁ δ' αὐτὸς ... διδάσκει δὲ ἐννεύμασιν δακτύλων LXX Pr.6.13, ὁ θεὸς οὐ κατὰ συντέλειαν ἐδίδαξεν Ph.1.475, en v. med. mismo sent. τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον al que sabe le es más fácil enseñar Pi.O.8.59.

2 informar, explicar πῶς δή; δίδαξον A.Eu.431, σαφῶς διδάξας Th.2.60, c. ac. de pers. y περί c. gen. τὴν σύγκλητον περὶ τῶν προειρημένων Plb.25.5.4, sólo c. ac. de pers. οὐ γὰρ δεδύνησται (sic) ἡμᾶς διδάξαι pues no ha podido darnos una explicación, SB 7267.4 (III a.C.), cf. A.Al.11B.5.11, c. ac. int. y περί c. gen. βραχέα περὶ αὑτῶν Plb.24.10.2, sólo c. ὑπέρ y gen. δ. ὑπὲρ τῶν ... πραγμάτων Plb.22.11.6, tb. c. complet. δ. ὡς Th.3.71, δ. ὅτι Plb.5.5.3, 16.34.5, ἡλίκον δ' ἐστὶ τὸ ἀλαζόνευμα ... διδάξαι Aeschin.3.238
c. suj. no de pers. y gen. indicar, señalar (σελήνη) ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός Arat.734, cf. 793.

3 de poetas ditirámbicos y dramáticos ejecutar, poner en escena una obra διθύραμβον ... διδάξαντα ἐν Κορίνθῳ Hdt.1.23, δρᾶμα Hdt.6.21, Marm.Par.A 43, Πέρσας Ar.Ra.1026, cf. Pl.Prt.327d, frec. en inscrs. corégicas Πυθόδωρος ... ἐχορήγε, Ἀρίσταρχος ἐδίδασκε IG 13.960 (V a.C.), Σοφοκλῆς ἐδίδασκεν IG 13.970.5 (V a.C.)
en v. med. instruir un coro ἱμερόεντα διδαξάμενος χορὸν ἀνδρῶν Simon.FGE 794.

4 c. doble ac. de pers., uno compl. dir. y otro pred. enseñar a ser, educar como δίδασκέ μοι τοιούσδε τούσδε παῖδας, ἐς τὸ πᾶν σοφούς E.Heracl.574, τούτους ... ἱππέας Pl.Men.94b, πολλοὺς αὐλητάς Charo Lamps.1, τοὺς υἱοὺς ῥήτορας Aristonym. en Stob.3.4.105, en v. med. mismo sent. ἄλλους ... χείρους δημιουργούς Pl.R.421e, Κλεόφαντον ... ἱππέα Pl.Men.93d, σκυτέα διδάξασθαί τινα X.Mem.4.4.5.

II en v. med.-pas., gener. c. suj. de pers. y ac. de cosa

1 ser enseñado o instruido en, equiv. a aprender τά (φάρμακα) σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι los (fármacos) que se dice tú has aprendido de Aquiles, Il.11.831, ἄλλος Ὀλυμπιάδων Μουσέων πάρα δῶρα διδαχθείς Sol.1.51, ὄφρα διδαχθῇς a fin de que aprendas Thgn.565, κῶς γὰρ ἂν γινώσκοι ὃς οὔτ' ἐδιδάχθη; Hdt.3.81, τί βούλει ... μανθάνειν ὧν οὐκ ἐδιδάχθης; ¿qué quieres aprender de las cosas que no te enseñaron? Ar.Nu.637, cf. Artem.1.51, διδάξω καὶ διδάξομαι λόγους E.Andr.739, Τριπτόλεμος ἀγαθὰν ἐδιδάσκετο τέχναν Call.Cer.21, αὐτὸν ... τὴν οἰωνοσκοπικὴν τέχνην διδαχθησόμενον D.H.3.70, ὁ δὲ νοῦς ὁ διδασκόμενός ἐστιν Ph.1.97, διδασκόμενοι τὰς αὐτὰς τέχνας Arsameia 145 (I a.C.), σε ... διδαξαμένην τὰ ἔρωτος ἔργα Longus 3.17.2
c. inf. u otra complet. διδασκέσθω πολεμίζειν Tyrt.7.27, κροκόδειλον, δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα Hdt.l.c., βρέφος διδάσκεται λέγειν E.Supp.914, διδαξάμενοι ἱππεύειν Pl.R.467e, διδασκόμενος ὡς X.HG 2.3.45, δεδιδαγμένος ὅτι Phld.Rh.5.fr.1.14F.
c. gen. διδασκόμενος πολέμοιο para aprender a guerrear, Il.16.811, χειρῶν δεδιδαγμένος Arat.529.

2 enseñarse a sí mismo, aprender φθέγμα καὶ ... ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο S.Ant.355.

III en v. med., c. ac. de pers. y valor factitivo enseñar, dar instrucciones ἐδιδαξάμην ... Χρυσάμ(μ)ωνα ῥήτορα SB 13932.8 (III d.C.).
• DMic.: ]ḍẹ-di-ku-ja (?), di-da-ka-re.
• Etimología: Pres. red. c. suf. -σκ-, de *dn̥s-, tema que da lugar a δαῆναι, q.u. y a ai. dáṃsas-, etc., o quizá de *di-dk-sk-, rel. lat. doceo; mic. de-di-<da->ku-ja parece abonar la segunda posibilidad.