βρύω


I 1brotar, estar floreciente o frondoso, florecer de plantas, c. dat. ἄνθεϊ λευκῷ Il.17.56, μίλακι E.Ba.107, φυτοῖς Arist.Mu.392b15
fig. βρύων ἄνθεσιν ἥβας Tim.15.208, extendido a la riqueza ganadera βίος ... βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις Ar.Nu.45, cf. I 3
c. gen. χῶρος ... βρύων δάφνης, ἐλαίας, ἀμπέλου S.OC 16, μύρτων Ar.Ra.329, ὧραι παγκάρπου γονῆς βρύουσιν Pl.Ax.371c, cf. Orph.H.26.3, 29.10, τόπος ... βρύων ... ὕλης I.AI 13.66, βρύειν ... αὐτὸν (καρπόν) σμαράγδου λίθου (dicen) que su fruto está granado de esmeraldas Philostr.VA 5.5, abs. ἄνω βλαστεῖν βρύοντα θαλλόν S.El.422, ὅταν ... ἡ γῆ βρύῃ cuando el terreno es frondoso X.Cyn.5.12, cf. Theopomp.Hist.237, Philostr.VA 3.56
del pelo y sus adornos, c. dat. ὠμολίνοισι κόμη βρύουσ' cabellera que brota abundante sujeta con cintas de lino crudo Archil.92, στεφάνοις ἐθείρας νεανίαι βρύοντες jóvenes de cabelleras florecientes de coronas B.6.9, cf. Simon.14.77a.5, κίσσῳ κάρα βρύουσαν Eub.56.6, θριξί Alciphr.2.28.2, cf. Luc.Am.12, ἰούλῳ Philostr.Her.12.5, tb. de ciertas enfermedades ἕλκεσιν E.Fr.1086.

2 brotar, salir a borbotones el agua c. dat. μυρίαις παγαῖς δακρύων ἀχέων τε βρύει se colma (el Aqueronte) con fuentes infinitas de llantos y ayes Licymn.3a, (θαλάσσης) νασμοῖσι βρυούσης Orph.H.22.8, (ὕδωρ) βρύσαν ἐξ ὑπονόμων (agua) que salió a borbotones por las alcantarillas Procop.Arc.19.3.

3 fig. estar floreciente, colmarse, henchirse c. dat. Ἀρετ[ὰ] ... βρύουσα δόξᾳ B.13.179, ἀγαθοῖσι A.Supp.966, παμμάχῳ θράσει A.A.169, τὸ Φοίβου ... στόμα ... μαντικῇ βρύον τέχνῃ A.Fr.350.6, βρύουσαν ἀοιδὰν ... σοφίᾳ Lyr.Alex.Adesp.20.4, (Σελήνη) καλοῖς ἄστροισι βρύουσα Orph.H.9.7, cf. 12.2, 52.13, βρύων ᾠδαῖσι ποθειναῖς de Adonis, Orph.H.56.2, (ἐμπόριον) πλούτῳ βρύον Iul.Or.3.71d, c. ὑπό y dat. ὑπὸ στεφάνοις μέγαρ' ἔβρυεν Nicaenet.7.5, tb. c. gen. βρύει μὲν ἱερὰ ... ἑορταῖς, βρύουσι φιλοξενίας ἀγυιαί B.3.15, 16, τράπεζαν ... κόσμου βρύουσαν Alex.89.3
abs. βρύειν αὐτό (ἐμπόριον) Philostr.VA 3.56.

II tr.

1 hacer brotar, hacer crecer, producir Ὧραι δὲ λειμῶνας βρύουσι Him.9.19, ῥόδα Anacreont.46.2, τὴν γῆν τὰ οἰκεῖα βρύειν φησὶν ἀγαθά Ael.Fr.25.

2 hacer correr o fluir agua μήτι ἡ πηγὴ ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν Ep.Iac.3.11, (πέτρα) ζῶν ὕδωρ ... βρυούσα Iust.Phil.Dial.114.4.