ἄκρῐς, -ιος, ἡ
• Morfología: [gen. -εως IG 5(1).1370.6 (Mesenia I a.C.); ac. plu. ἄκριας Hsch.]


altura, cima ἄκριες ἠνεμόεσσαι Od.9.400, 16.365, h.Hom.27.4, δι' ἄκριας Od.14.2, 10.281, ὑπὲρ ἄκριας Αἰθιοπήων A.R.3.1192, Πηλίου αἰπεινὰς ... ἄκριας A.R.1.520, Περγαμίης ὑπὲρ ἄκ[ρι]ος Orác. en IGR 4.360.18 (Pérgamo II d.C.), cf. h.Cer.382, A.R.3.166, Hsch.
ἀκρίς, -ίδος, ἡ
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [voc. ἀκρί AP 7.192 (Mnasalc.)]


entom.

1 langosta, saltamontes ἀκρίδες ἠερέθονται Il.21.12, cf. Ar.Ach.1116, Arist.HA 555b18, Thphr.Fr.174.3, Theoc.7.41, 5.34, LXX Sap.16.9, Vit.Aesop.G 99
en sg. c. valor colect. ἡ ἀ. la langosta, la plaga de la langosta ἡ ἀκρίς ἐμπεσοῦσα κατέφθειρεν πάντα PTeb.772.2 (III a.C.), ἐπάγω ἀκρίδα πολλήν LXX Ex.10.4, ἀναβήτω ἀκρίς LXX Ex.10.12, ὡς ἀκρὶς εἰς πλῆθος como la plaga de la langosta LXX Id.6.5, ὡς ἀκρίδος καταδηλησαμένης τοὺς καρπούς Men.Prot.23.9.55, cf. Heph.Astr.1.20.27.

2 grillo φωνὴ λιγυρὰ τῶν τεττίγων καὶ τῶν ἀ. καὶ τῶν ἀηδόνων Arist.Aud.804a23, αἱ δ' ἀκρίδες τοῖς πηδαλίοις τρίβουσαι ποιοῦσι τὸν ψόφον Arist.HA 535b2, βομβοῦσα ἀ. Ael.NA 6.19, cf. AP 7.195 (Mel.), 198 (Leon.).

3 ἀρουραία ἀ. mantis Zen.2.94.
Ἀκρίς, -ίδος, ἡ


Acride ciu. de Libia, D.S.20.57.
Ἄκρις, -ιδος, ἡ


Acris e.e. la Cima prob. denominación de la colina de Eleusis SEG 28.103.4 (IV a.C.), ὁ Ἡρακλῆς ὁ ἐν Ἄκριδι n. de un culto eleusino SEG 28.103.19, 22, 32, 45.