αὐτοκυρίως αὐτόκωλος αὐτόκωπος αὐτόλαβος Αὐτολάλαι αὐτολαλητής Αὐτόλαος αὐτόλειον· αὐτολείπω αὐτολεξεί αὐτολευκόν Αὐτολέων αὐτολήκῠθος αὐτόληπτος αὐτολίθινος αὐτόλιθος αὐτόλογος αὐτολόχευτος αὐτολύκιον Αὐτόλῠκος αὐτολυρίζω αὐτόλυρος αὐτόλυσις Αὐτολύτη αὐτόλυτος αὐτομάθεια αὐτομᾰθής αὐτομακαριότης Αὐτόμαλα Αὐτομαλακίτης αὐτόμαργος αὐτόμαρτῠς αὐτοματάρειον αὐτοματάρις αὐτοματεῖν Αὐτομάτη Αὐτομᾰτία αὐτοματίζω αὐτοματισμός αὐτοματιστής αὐτοματοποιητικός αὐτοματοποιητός αὐτόμᾰτος †αὐτομάττιτα· αὐτομαχέω αὐτόμεγα αὐτομέγεθος Αὐτομέδουσα Αὐτομέδων αὐτομέλαθρος Αὐτομέλιννα αὐτομεμφής Αὐτομένης αὐτομενίς αὐτομετάβλητος αὐτομετοχή αὐτόμετρος Αὐτομήδης αὐτομήκης αὐτομῆκος αὐτομηνί αὐτομήνυτος αὐτομήστωρ αὐτομήτωρ αὐτόμισθος αὐτόμοιρος αὐτομολέω αὐτομόλης αὐτομόλησις αὐτομολία Αὐτόμολοι